- σιναπικός
- -ή, -ό, Ν [σινάπι]1. αυτός που γίνεται με σινάπι ή που προέρχεται από σινάπι2. φρ. «σιναπικό οξύ»χημ. ακόρεστο αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 4-υδροξυ-3, 5-διμεθοξυ-κιναμμωμικό οξύ, τού οποίου ο εστέρας με χολίνη αποτελεί τη σιναπίνη που εξάγεται από τους σπόρους τού μαύρου σιναπιού.
Dictionary of Greek. 2013.